- εστιατήριον
- ἑστιατήριον, τὸ (Α)τόπος καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού εστιατόριον αναλογικώς προς τα ουσ. σε -τήριον (πρβλ. εργασ-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑστιατήριον — banqueting hall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιατήρια — ἑστιατήριον banqueting hall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)